- Ὠκύαλος
- Ὠκύαλος: a Phaeacian, Od. 8.111†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
Ὠκύαλος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠκύαλος — sea swift masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωκύαλος — ο / ὠκύαλος, ον, ΝΑ νεοελλ. ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους αραχνιδίων αρχ. 1. ταχύπλοος («ὠκυάλων νεῶν», Σοφ.) 2. ορμητικός, σφοδρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. είναι παράγωγο τού επιθ. ὠκύς «γρήγορος» με κατάλ. αλος (πρβλ.… … Dictionary of Greek
ὠκύαλον — ὠκύαλος sea swift masc/fem acc sg ὠκύαλος sea swift neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὠκυάλοιο — Ὠκύαλος masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠκυάλοιο — ὠκύαλος sea swift masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὠκυάλοις — Ὠκύαλος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠκυάλοις — ὠκύαλος sea swift masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὠκυάλου — Ὠκύαλος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠκυάλου — ὠκύαλος sea swift masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὠκυάλων — Ὠκύαλος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)